- ενθεαστικός
- ἐνθεαστικός, -ή, -όν (AM) [ενθεάζω]1. αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από θεία έμπνευση, ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)2. (για ενόχληση) αυτός που οφείλεται στα νεύρα.επίρρ...ἐνθεαστικῶςμε ένθεη μανία, με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία).
Dictionary of Greek. 2013.